- πανίχνιον
- τὸ, Αστον πληθ. τά πανίχνιατο σύνολο τών ιχνών τού θηρευόμενου θηρίου («μυξωτῆρσι κύνες δὲ πανίχνια σημήναντο», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. εν-ίχνιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανίχνια — πανίχνιον the whole track neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)